- ρουμπρίκα
- η, Ν1. (τυπογρ.) α) μόνιμη στήλη περιοδικού ή εφημερίδας με καθορισμένη κατηγορία θεμάτωνβ) διακοσμητικό σχέδιο στην αρχή και στο τέλος κεφαλαίων ή υποκεφαλαίων βιβλίου2. εκκλ. οδηγία στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου, γραμμένη με κόκκινο μελάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rubrique < λατ. rubrica (terra) «κοκκινόχωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.